επηρεάζομαι

επηρεάζομαι
επηρεάζομαι, επηρεάστηκα, επηρεασμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλληλεπηρεάζομαι — και αλληλο επηρεάζομαι από κάποιον και συγχρόνως τόν επηρεάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επηρεάζω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • αντιπαθώ — (AM ἀντιπαθῶ, έω) [αντιπαθής] νεοελλ. αισθάνομαι αντιπάθεια για κάποιον αρχ. μσν. έρχομαι σε αντίθεση, αντιδρώ μσν. χρησιμεύω ως αντιφάρμακο αρχ. 1. επηρεάζομαι 2. δέχομαι αντίθετη επίδραση 3. (Μετρ.) εμφανίζω αντιπάθεια*, αντίσπαση του ρυθμού …   Dictionary of Greek

  • μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… …   Dictionary of Greek

  • προποιώ — έω, ΜΑ μσν. προλαβαίνω αρχ. 1. κάνω κάτι από πριν, εκ τών προτέρων 2. παθ. προποιοῡμαι, έομαι α) προετοιμάζομαι β) επηρεάζομαι εκ τών προτέρων 3. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ προπεποιημένα εργασίες που έχουν ήδη περατωθεί …   Dictionary of Greek

  • σεληνιάζομαι — ΝΑ, και σεληνάζω Α [σελήνη] 1. επηρεάζομαι ψυχολογικά από τις φάσεις τής σελήνης 2. πάσχω από επιληψία αρχ. 1. ζω κάτω από την σελήνη 2. (κατ επέκτ.) μεταβάλλομαι, φθείρομαι …   Dictionary of Greek

  • συνδιατίθημι — ΜΑ [διατίθημι] διευθετώ κάτι μαζί με κάτι άλλο ή από κοινού με άλλον, βοηθώ στη διευθέτηση, στην τακτοποίηση αρχ. 1. τοποθετώ μαζί, συντάσσω 2. συντελώ στο να τοποθετηθεί κάποιος ή κάτι με ορισμένο τρόπο («πρὸς μεγαλοφροσύνην τὴν ψυχὴν μὴ… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • χρηματίζω — ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α [χρῆμα, χρήματος] μέσ. χρηματίζομαι κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα νεοελλ. ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος») μσν. 1. καλώ, ονομάζω 2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή… …   Dictionary of Greek

  • χρωτίζω — ΜΑ [χρώς, χρωτός] μσν. μέσ. χρωτίζομαι μτφ. αναμιγνύομαι, επηρεάζομαι («ἀγαθὸς οὐκ ἂν οὐδὲ ἄνθρωπος ἐθέλοι φαυλότητι πραγμάτων χρωτίζεσθαι», Ευστ.) αρχ. 1. προσδίδω χρώμα, χρωματίζω («τὸν οἶνον ἀλόαις χρωτίζοντες», Πλούτ.) 2. φρ. «χρωτίζομαι τὴν… …   Dictionary of Greek

  • παραδειγματίζω — παραδειγμάτισα, παραδειγματίστηκα, παραδειγματισμένος 1. δίνω παράδειγμα με την πράξη: Παραδειγματίζει τους μαθητές του με τη συμπεριφορά του. 2. διδάσκω: Η τιμωρία του ενός παραδειγμάτισε και τους άλλους. 3. μέσ., παραδειγματίζομαι παίρνω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”